- νυχτώνει
- απρόσ., έρχεται η νύχτα: Ταίρι ταίρι τα πουλιά, στη βοσκή πηγαίνουν, ταίρι ταίρι στη φωλιά, σαν νυχτώσει μπαίνουν (Βιζυηνός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυχτώνει — νυχτώνει, νύχτωσε (ως απρόσ.) Σημειώσεις: νυχτώνει : σπάνια απαντάται και ως προσωπικό (νυχτώνω) με την έννοια του νυχτώνομαι (→ με βρίσκει η νύχτα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… … Dictionary of Greek
καλονυχτώνω — απρόσ. καλονυχτώνει νυχτώνει καλά, επέρχεται τέλεια νύχτα, γίνεται εντελώς σκοτάδι … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
μουχρώνω — 1. (ως τριτοπρόσ.) μουχρώνει αρχίζει να νυχτώνει να πέφτει το σκοτάδι, σουρουπώνει, βραδιάζει («μόλις άρχισε να μουχρώνει, ο ουρανός πήρε ένα ωραίο χρώμα») 2. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρκμ.) μουχρωμένος σκοτεινός («έφευγε η μέρα πια κι ο μουχρωμένος… … Dictionary of Greek
νυχτιάζω — και νυκτιάζω (Μ νυχτιάζω και νυκτιάζω) [νύχτα] 1. (ως τριτοπρόσ.) νυχτιάζει πέφτει η νύχτα, νυχτώνει 2. (το μέσ.) νυχτιάζομαι μέ βρίσκει η νύχτα … Dictionary of Greek
νυχτώνω — και νυκτώνω (Μ νυκτώνω) [νύχτα] 1. (ενεργ. και μέσ.) μέ βρίσκει η νύχτα να κάνω κάτι («λεμονάκι μυρωδάτο... μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω», δημ. τραγούδι) 2. (ως απρόσ.) νυχτώνει επέρχεται η νύχτα νεοελλ. φρ. «μακριά είσαι… … Dictionary of Greek
ολοβραδιάζει — 1. (για την ημέρα) όλο και βραδιάζει, βραδιάζει συνεχώς, παίρνει και νυχτώνει 2. (ως απρόσ.) ολοβράδιασε νύχτωσε εντελώς … Dictionary of Greek